Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρόμος
δρομόω
δρόμων
δρόξιμα
δρόπις
δρόσαλλις
δροσερός
δροσία
δροσίζω
δροσισμός
δροσοβολέω
δροσοβόλος
δροσογόνος
δροσοειδής
δροσοείμων
δροσόεις
δροσόλιθος
δροσόομαι
δροσοπαγής
δροσοπάχνη
δρόσος
View word page
δροσοβολέω
to shed dew
ShortDef
to shed dew
Debugging
Headword:
δροσοβολέω
Headword (normalized):
δροσοβολέω
Headword (normalized/stripped):
δροσοβολεω
IDX:
24176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24177
Key:
Data
{'content': 'to shed dew'}