Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρομοκῆρυξ
δρόμος
δρομόω
δρόμων
δρόξιμα
δρόπις
δρόσαλλις
δροσερός
δροσία
δροσίζω
δροσισμός
δροσοβολέω
δροσοβόλος
δροσογόνος
δροσοειδής
δροσοείμων
δροσόεις
δροσόλιθος
δροσόομαι
δροσοπαγής
δροσοπάχνη
View word page
δροσισμός
exposure to dew

ShortDef

exposure to dew

Debugging

Headword:
δροσισμός
Headword (normalized):
δροσισμός
Headword (normalized/stripped):
δροσισμος
IDX:
24175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24176
Key:

Data

{'content': 'exposure to dew'}