Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρομικότης
δρόμιον
Δρόμιος
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δρομόω
δρόμων
δρόξιμα
δρόπις
δρόσαλλις
δροσερός
δροσία
δροσίζω
δροσισμός
δροσοβολέω
δροσοβόλος
δροσογόνος
δροσοειδής
δροσοείμων
δροσόεις
δροσόλιθος
View word page
δροσερός
dewy, watery

ShortDef

dewy, watery

Debugging

Headword:
δροσερός
Headword (normalized):
δροσερός
Headword (normalized/stripped):
δροσερος
IDX:
24172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24173
Key:

Data

{'content': 'dewy, watery'}