Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρομικός
δρομικότης
δρόμιον
Δρόμιος
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δρομόω
δρόμων
δρόξιμα
δρόπις
δρόσαλλις
δροσερός
δροσία
δροσίζω
δροσισμός
δροσοβολέω
δροσοβόλος
δροσογόνος
δροσοειδής
δροσοείμων
δροσόεις
View word page
δρόσαλλις
vine
ShortDef
vine
Debugging
Headword:
δρόσαλλις
Headword (normalized):
δρόσαλλις
Headword (normalized/stripped):
δροσαλλις
IDX:
24171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24172
Key:
Data
{'content': 'vine'}