Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρομεύς
δρομίας
δρομικός
δρομικότης
δρόμιον
Δρόμιος
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δρομόω
δρόμων
δρόξιμα
δρόπις
δρόσαλλις
δροσερός
δροσία
δροσίζω
δροσισμός
δροσοβολέω
δροσοβόλος
δροσογόνος
δροσοειδής
View word page
δρόξιμα
uncooked fruit
ShortDef
uncooked fruit
Debugging
Headword:
δρόξιμα
Headword (normalized):
δρόξιμα
Headword (normalized/stripped):
δροξιμα
IDX:
24169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24170
Key:
Data
{'content': 'uncooked fruit'}