Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰσχυνομένως
αἰσχυντέον
αἰσχυντηλία
αἰσχυντηλός
αἰσχυντήρ
αἰσχυντικός
αἰσχυντός
αἰσχύνω
Αἴσων
Αἰσώπειος
Αἰσωποποίητος
Αἴσωπος
ἀΐτας
αἰτέω
αἴτημα
αἰτηματικός
αἰτηματώδης
αἰτήσιμος
αἴτησις
αἰτητέον
αἰτητής
View word page
Αἰσωποποίητος
made by Aesop

ShortDef

made by Aesop

Debugging

Headword:
Αἰσωποποίητος
Headword (normalized):
αἰσωποποίητος
Headword (normalized/stripped):
αισωποποιητος
IDX:
2416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2417
Key:

Data

{'content': 'made by Aesop'}