Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρομάς
δρομάω
δρομεύς
δρομίας
δρομικός
δρομικότης
δρόμιον
Δρόμιος
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δρομόω
δρόμων
δρόξιμα
δρόπις
δρόσαλλις
δροσερός
δροσία
δροσίζω
δροσισμός
δροσοβολέω
δροσοβόλος
View word page
δρομόω
hasten
ShortDef
hasten
Debugging
Headword:
δρομόω
Headword (normalized):
δρομόω
Headword (normalized/stripped):
δρομοω
IDX:
24167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24168
Key:
Data
{'content': 'hasten'}