Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρομαῖος
δρόμαξ
δρομάς
δρομάω
δρομεύς
δρομίας
δρομικός
δρομικότης
δρόμιον
Δρόμιος
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δρομόω
δρόμων
δρόξιμα
δρόπις
δρόσαλλις
δροσερός
δροσία
δροσίζω
δροσισμός
View word page
δρομοκῆρυξ
a runner, postman

ShortDef

a runner, postman

Debugging

Headword:
δρομοκῆρυξ
Headword (normalized):
δρομοκῆρυξ
Headword (normalized/stripped):
δρομοκηρυξ
IDX:
24165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24166
Key:

Data

{'content': 'a runner, postman'}