Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δριμυφαγία
δρίος
δροίτη
δρομαγετέω
δρομαδάριος
δρομάδην
δρομαῖος
δρόμαξ
δρομάς
δρομάω
δρομεύς
δρομίας
δρομικός
δρομικότης
δρόμιον
Δρόμιος
δρομοκῆρυξ
δρόμος
δρομόω
δρόμων
δρόξιμα
View word page
δρομεύς
a runner

ShortDef

a runner

Debugging

Headword:
δρομεύς
Headword (normalized):
δρομεύς
Headword (normalized/stripped):
δρομευς
IDX:
24159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24160
Key:

Data

{'content': 'a runner'}