Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δριμυγμός
δριμύλος
δρίμυξις
δριμυποιέω
δριμύς
δριμύσσω
δριμύτης
δριμυφαγέω
δριμυφαγία
δρίος
δροίτη
δρομαγετέω
δρομαδάριος
δρομάδην
δρομαῖος
δρόμαξ
δρομάς
δρομάω
δρομεύς
δρομίας
δρομικός
View word page
δροίτη
a bath
ShortDef
a bath
Debugging
Headword:
δροίτη
Headword (normalized):
δροίτη
Headword (normalized/stripped):
δροιτη
IDX:
24151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24152
Key:
Data
{'content': 'a bath'}