Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δριμεύω
δριμυγμός
δριμύλος
δρίμυξις
δριμυποιέω
δριμύς
δριμύσσω
δριμύτης
δριμυφαγέω
δριμυφαγία
δρίος
δροίτη
δρομαγετέω
δρομαδάριος
δρομάδην
δρομαῖος
δρόμαξ
δρομάς
δρομάω
δρομεύς
δρομίας
View word page
δρίος
a copse, wood, thicket

ShortDef

a copse, wood, thicket

Debugging

Headword:
δρίος
Headword (normalized):
δρίος
Headword (normalized/stripped):
δριος
IDX:
24150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24151
Key:

Data

{'content': 'a copse, wood, thicket'}