Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δριάεντα
δρίλαξ
δρῖλος
δριμεύω
δριμυγμός
δριμύλος
δρίμυξις
δριμυποιέω
δριμύς
δριμύσσω
δριμύτης
δριμυφαγέω
δριμυφαγία
δρίος
δροίτη
δρομαγετέω
δρομαδάριος
δρομάδην
δρομαῖος
δρόμαξ
δρομάς
View word page
δριμύτης
pungency, keenness

ShortDef

pungency, keenness

Debugging

Headword:
δριμύτης
Headword (normalized):
δριμύτης
Headword (normalized/stripped):
δριμυτης
IDX:
24147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24148
Key:

Data

{'content': 'pungency, keenness'}