Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρηστοσύνη
δριάεντα
δρίλαξ
δρῖλος
δριμεύω
δριμυγμός
δριμύλος
δρίμυξις
δριμυποιέω
δριμύς
δριμύσσω
δριμύτης
δριμυφαγέω
δριμυφαγία
δρίος
δροίτη
δρομαγετέω
δρομαδάριος
δρομάδην
δρομαῖος
δρόμαξ
View word page
δριμύσσω
cause to smart

ShortDef

cause to smart

Debugging

Headword:
δριμύσσω
Headword (normalized):
δριμύσσω
Headword (normalized/stripped):
δριμυσσω
IDX:
24146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24147
Key:

Data

{'content': 'cause to smart'}