Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρηστῆρ
δρήστης
δρηστοσύνη
δριάεντα
δρίλαξ
δρῖλος
δριμεύω
δριμυγμός
δριμύλος
δρίμυξις
δριμυποιέω
δριμύς
δριμύσσω
δριμύτης
δριμυφαγέω
δριμυφαγία
δρίος
δροίτη
δρομαγετέω
δρομαδάριος
δρομάδην
View word page
δριμυποιέω
make pungent
ShortDef
make pungent
Debugging
Headword:
δριμυποιέω
Headword (normalized):
δριμυποιέω
Headword (normalized/stripped):
δριμυποιεω
IDX:
24144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24145
Key:
Data
{'content': 'make pungent'}