Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρηστεύω
δρηστήρ
δρηστῆρ
δρήστης
δρηστοσύνη
δριάεντα
δρίλαξ
δρῖλος
δριμεύω
δριμυγμός
δριμύλος
δρίμυξις
δριμυποιέω
δριμύς
δριμύσσω
δριμύτης
δριμυφαγέω
δριμυφαγία
δρίος
δροίτη
δρομαγετέω
View word page
δριμύλος
piercing

ShortDef

piercing

Debugging

Headword:
δριμύλος
Headword (normalized):
δριμύλος
Headword (normalized/stripped):
δριμυλος
IDX:
24142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24143
Key:

Data

{'content': 'piercing'}