Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρησμοσύνη
Δρῆσος
δρηστεύω
δρηστήρ
δρηστῆρ
δρήστης
δρηστοσύνη
δριάεντα
δρίλαξ
δρῖλος
δριμεύω
δριμυγμός
δριμύλος
δρίμυξις
δριμυποιέω
δριμύς
δριμύσσω
δριμύτης
δριμυφαγέω
δριμυφαγία
δρίος
View word page
δριμεύω
itch
ShortDef
itch
Debugging
Headword:
δριμεύω
Headword (normalized):
δριμεύω
Headword (normalized/stripped):
δριμευω
IDX:
24140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24141
Key:
Data
{'content': 'itch'}