Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρεπανουργός
δρεπτεύς
δρεπτός
δρέπτω
δρέπω
δρησμοσύνη
Δρῆσος
δρηστεύω
δρηστήρ
δρηστῆρ
δρήστης
δρηστοσύνη
δριάεντα
δρίλαξ
δρῖλος
δριμεύω
δριμυγμός
δριμύλος
δρίμυξις
δριμυποιέω
δριμύς
View word page
δρήστης
worker
ShortDef
worker
Debugging
Headword:
δρήστης
Headword (normalized):
δρήστης
Headword (normalized/stripped):
δρηστης
IDX:
24135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24136
Key:
Data
{'content': 'worker'}