Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρεπανοποιός
δρεπανουργός
δρεπτεύς
δρεπτός
δρέπτω
δρέπω
δρησμοσύνη
Δρῆσος
δρηστεύω
δρηστήρ
δρηστῆρ
δρήστης
δρηστοσύνη
δριάεντα
δρίλαξ
δρῖλος
δριμεύω
δριμυγμός
δριμύλος
δρίμυξις
δριμυποιέω
View word page
δρηστῆρ
workman, servant

ShortDef

workman, servant

Debugging

Headword:
δρηστῆρ
Headword (normalized):
δρηστῆρ
Headword (normalized/stripped):
δρηστηρ
IDX:
24134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24135
Key:

Data

{'content': 'workman, servant'}