Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρεπανομάχαιρα
δρέπανον
δρεπανοποιός
δρεπανουργός
δρεπτεύς
δρεπτός
δρέπτω
δρέπω
δρησμοσύνη
Δρῆσος
δρηστεύω
δρηστήρ
δρηστῆρ
δρήστης
δρηστοσύνη
δριάεντα
δρίλαξ
δρῖλος
δριμεύω
δριμυγμός
δριμύλος
View word page
δρηστεύω
perform rites
ShortDef
perform rites
Debugging
Headword:
δρηστεύω
Headword (normalized):
δρηστεύω
Headword (normalized/stripped):
δρηστευω
IDX:
24132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24133
Key:
Data
{'content': 'perform rites'}