Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρεπανηφόρος
δρεπανίς
δρεπανοειδής
δρεπανομάχαιρα
δρέπανον
δρεπανοποιός
δρεπανουργός
δρεπτεύς
δρεπτός
δρέπτω
δρέπω
δρησμοσύνη
Δρῆσος
δρηστεύω
δρηστήρ
δρηστῆρ
δρήστης
δρηστοσύνη
δριάεντα
δρίλαξ
δρῖλος
View word page
δρέπω
to pluck, cull
ShortDef
to pluck, cull
Debugging
Headword:
δρέπω
Headword (normalized):
δρέπω
Headword (normalized/stripped):
δρεπω
IDX:
24129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24130
Key:
Data
{'content': 'to pluck, cull'}