Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανίς
δρεπανοειδής
δρεπανομάχαιρα
δρέπανον
δρεπανοποιός
δρεπανουργός
δρεπτεύς
δρεπτός
δρέπτω
δρέπω
δρησμοσύνη
Δρῆσος
δρηστεύω
δρηστήρ
δρηστῆρ
δρήστης
δρηστοσύνη
δριάεντα
δρίλαξ
View word page
δρέπτω
to pluck
ShortDef
to pluck
Debugging
Headword:
δρέπτω
Headword (normalized):
δρέπτω
Headword (normalized/stripped):
δρεπτω
IDX:
24128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24129
Key:
Data
{'content': 'to pluck'}