Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δραχμιαῖος
δράω
δράω2
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανίς
δρεπανοειδής
δρεπανομάχαιρα
δρέπανον
δρεπανοποιός
δρεπανουργός
δρεπτεύς
δρεπτός
δρέπτω
δρέπω
δρησμοσύνη
Δρῆσος
δρηστεύω
δρηστήρ
δρηστῆρ
δρήστης
View word page
δρεπανουργός
a sword-maker, armourer

ShortDef

a sword-maker, armourer

Debugging

Headword:
δρεπανουργός
Headword (normalized):
δρεπανουργός
Headword (normalized/stripped):
δρεπανουργος
IDX:
24125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24126
Key:

Data

{'content': 'a sword-maker, armourer'}