Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δράσσομαι
δράστας
δραστέος
δραστήρ
δραστήριος
δραστηριότης
δραστικός
δράστις
δρατός
δραύκιον
δραχμή
δραχμήϊος
δραχμιαῖος
δράω
δράω2
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανίς
δρεπανοειδής
δρεπανομάχαιρα
δρέπανον
View word page
δραχμή
a handful; a drachma

ShortDef

a handful; a drachma

Debugging

Headword:
δραχμή
Headword (normalized):
δραχμή
Headword (normalized/stripped):
δραχμη
IDX:
24113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24114
Key:

Data

{'content': 'a handful; a drachma'}