Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δράσκασις
δρασμός
δράσσομαι
δράστας
δραστέος
δραστήρ
δραστήριος
δραστηριότης
δραστικός
δράστις
δρατός
δραύκιον
δραχμή
δραχμήϊος
δραχμιαῖος
δράω
δράω2
δρεπάνη
δρεπανηφόρος
δρεπανίς
δρεπανοειδής
View word page
δρατός
skinned, flayed

ShortDef

skinned, flayed

Debugging

Headword:
δρατός
Headword (normalized):
δρατός
Headword (normalized/stripped):
δρατος
IDX:
24111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24112
Key:

Data

{'content': 'skinned, flayed'}