Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρασείω
δράσιμος
δρᾶσις
δρασκάζω
δράσκασις
δρασμός
δράσσομαι
δράστας
δραστέος
δραστήρ
δραστήριος
δραστηριότης
δραστικός
δράστις
δρατός
δραύκιον
δραχμή
δραχμήϊος
δραχμιαῖος
δράω
δράω2
View word page
δραστήριος
vigorous, active, efficacious

ShortDef

vigorous, active, efficacious

Debugging

Headword:
δραστήριος
Headword (normalized):
δραστήριος
Headword (normalized/stripped):
δραστηριος
IDX:
24107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24108
Key:

Data

{'content': 'vigorous, active, efficacious'}