Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δραπέτης
δραπετικός
δραπετίνδα
δρασείω
δράσιμος
δρᾶσις
δρασκάζω
δράσκασις
δρασμός
δράσσομαι
δράστας
δραστέος
δραστήρ
δραστήριος
δραστηριότης
δραστικός
δράστις
δρατός
δραύκιον
δραχμή
δραχμήϊος
View word page
δράστας
drudge
ShortDef
drudge
Debugging
Headword:
δράστας
Headword (normalized):
δράστας
Headword (normalized/stripped):
δραστας
IDX:
24104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24105
Key:
Data
{'content': 'drudge'}