Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δραπετεία
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δραπετίνδα
δρασείω
δράσιμος
δρᾶσις
δρασκάζω
δράσκασις
δρασμός
δράσσομαι
δράστας
δραστέος
δραστήρ
δραστήριος
δραστηριότης
δραστικός
δράστις
δρατός
δραύκιον
View word page
δρασμός
a running away, flight

ShortDef

a running away, flight

Debugging

Headword:
δρασμός
Headword (normalized):
δρασμός
Headword (normalized/stripped):
δρασμος
IDX:
24102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24103
Key:

Data

{'content': 'a running away, flight'}