Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δραπεταγωγός
δραπέτας
δραπετεία
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δραπετίνδα
δρασείω
δράσιμος
δρᾶσις
δρασκάζω
δράσκασις
δρασμός
δράσσομαι
δράστας
δραστέος
δραστήρ
δραστήριος
δραστηριότης
δραστικός
δράστις
View word page
δρασκάζω
attempt an escape

ShortDef

attempt an escape

Debugging

Headword:
δρασκάζω
Headword (normalized):
δρασκάζω
Headword (normalized/stripped):
δρασκαζω
IDX:
24100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24101
Key:

Data

{'content': 'attempt an escape'}