Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δραξών
δραπεταγωγός
δραπέτας
δραπετεία
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δραπετίνδα
δρασείω
δράσιμος
δρᾶσις
δρασκάζω
δράσκασις
δρασμός
δράσσομαι
δράστας
δραστέος
δραστήρ
δραστήριος
δραστηριότης
δραστικός
View word page
δρᾶσις
strength, efficacy
ShortDef
strength, efficacy
Debugging
Headword:
δρᾶσις
Headword (normalized):
δρᾶσις
Headword (normalized/stripped):
δρασις
IDX:
24099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24100
Key:
Data
{'content': 'strength, efficacy'}