Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγάλακτος
ἀγάλαξ
ἀγαλλίαμα
ἀγαλλίασις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλομαι
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματίας
ἀγαλμάτιον
ἀγαλματογλύφος
ἀγαλματοποιέω
ἀγαλματοποιητικός
ἀγαλματοποιΐα
ἀγαλματοποιικός
ἀγαλματοποιός
ἀγαλματοφορέω
ἀγαλματοφόρος
ἀγαλματοφώρας
ἀγαλματόω
View word page
ἀγαλμάτιον
small statue
ShortDef
small statue
Debugging
Headword:
ἀγαλμάτιον
Headword (normalized):
ἀγαλμάτιον
Headword (normalized/stripped):
αγαλματιον
IDX:
240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-241
Key:
Data
{'content': 'small statue'}