Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δράξ
δραξών
δραπεταγωγός
δραπέτας
δραπετεία
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δραπετίνδα
δρασείω
δράσιμος
δρᾶσις
δρασκάζω
δράσκασις
δρασμός
δράσσομαι
δράστας
δραστέος
δραστήρ
δραστήριος
δραστηριότης
View word page
δράσιμος
activity

ShortDef

activity

Debugging

Headword:
δράσιμος
Headword (normalized):
δράσιμος
Headword (normalized/stripped):
δρασιμος
IDX:
24098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24099
Key:

Data

{'content': 'activity'}