Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δράμις
δραμοσύνη
δρᾶνος
δράξ
δραξών
δραπεταγωγός
δραπέτας
δραπετεία
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δραπετίνδα
δρασείω
δράσιμος
δρᾶσις
δρασκάζω
δράσκασις
δρασμός
δράσσομαι
δράστας
δραστέος
View word page
δραπετικός
of or for a δραπέτης, a runaway slave

ShortDef

of or for a δραπέτης, a runaway slave

Debugging

Headword:
δραπετικός
Headword (normalized):
δραπετικός
Headword (normalized/stripped):
δραπετικος
IDX:
24095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24096
Key:

Data

{'content': 'of or for a δραπέτης, a runaway slave'}