Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δραμητέον
δράμις
δραμοσύνη
δρᾶνος
δράξ
δραξών
δραπεταγωγός
δραπέτας
δραπετεία
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δραπετίνδα
δρασείω
δράσιμος
δρᾶσις
δρασκάζω
δράσκασις
δρασμός
δράσσομαι
δράστας
View word page
δραπέτης
a runaway
ShortDef
a runaway
Debugging
Headword:
δραπέτης
Headword (normalized):
δραπέτης
Headword (normalized/stripped):
δραπετης
IDX:
24094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24095
Key:
Data
{'content': 'a runaway'}