Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δράμημα
δραμητέον
δράμις
δραμοσύνη
δρᾶνος
δράξ
δραξών
δραπεταγωγός
δραπέτας
δραπετεία
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δραπετίνδα
δρασείω
δράσιμος
δρᾶσις
δρασκάζω
δράσκασις
δρασμός
δράσσομαι
View word page
δραπετεύω
to run away
ShortDef
to run away
Debugging
Headword:
δραπετεύω
Headword (normalized):
δραπετεύω
Headword (normalized/stripped):
δραπετευω
IDX:
24093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24094
Key:
Data
{'content': 'to run away'}