Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δραματοποιΐα
δραματοποιός
δραματουργέω
δραματούργημα
δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραμητέον
δράμις
δραμοσύνη
δρᾶνος
δράξ
δραξών
δραπεταγωγός
δραπέτας
δραπετεία
δραπετεύω
δραπέτης
δραπετικός
δραπετίνδα
δρασείω
View word page
δρᾶνος
doing, deed, power

ShortDef

doing, deed, power

Debugging

Headword:
δρᾶνος
Headword (normalized):
δρᾶνος
Headword (normalized/stripped):
δρανος
IDX:
24087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24088
Key:

Data

{'content': 'doing, deed, power'}