Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρᾶμα
δραματικός
δραματοποιέω
δραματοποιΐα
δραματοποιός
δραματουργέω
δραματούργημα
δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραμητέον
δράμις
δραμοσύνη
δρᾶνος
δράξ
δραξών
δραπεταγωγός
δραπέτας
δραπετεία
δραπετεύω
δραπέτης
View word page
δραμητέον
one must run

ShortDef

one must run

Debugging

Headword:
δραμητέον
Headword (normalized):
δραμητέον
Headword (normalized/stripped):
δραμητεον
IDX:
24084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24085
Key:

Data

{'content': 'one must run'}