Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δράκων
δρᾶμα
δραματικός
δραματοποιέω
δραματοποιΐα
δραματοποιός
δραματουργέω
δραματούργημα
δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραμητέον
δράμις
δραμοσύνη
δρᾶνος
δράξ
δραξών
δραπεταγωγός
δραπέτας
δραπετεία
δραπετεύω
View word page
δράμημα
a running, course, a race
ShortDef
a running, course, a race
Debugging
Headword:
δράμημα
Headword (normalized):
δράμημα
Headword (normalized/stripped):
δραμημα
IDX:
24083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24084
Key:
Data
{'content': 'a running, course, a race'}