Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δράκων
δράκων
δρᾶμα
δραματικός
δραματοποιέω
δραματοποιΐα
δραματοποιός
δραματουργέω
δραματούργημα
δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραμητέον
δράμις
δραμοσύνη
δρᾶνος
δράξ
δραξών
δραπεταγωγός
δραπέτας
δραπετεία
View word page
δραματουργός
a dramatist
ShortDef
a dramatist
Debugging
Headword:
δραματουργός
Headword (normalized):
δραματουργός
Headword (normalized/stripped):
δραματουργος
IDX:
24082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24083
Key:
Data
{'content': 'a dramatist'}