Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρακτόν
Δράκων
δράκων
δρᾶμα
δραματικός
δραματοποιέω
δραματοποιΐα
δραματοποιός
δραματουργέω
δραματούργημα
δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραμητέον
δράμις
δραμοσύνη
δρᾶνος
δράξ
δραξών
δραπεταγωγός
δραπέτας
View word page
δραματουργία
dramatic work, a drama

ShortDef

dramatic work, a drama

Debugging

Headword:
δραματουργία
Headword (normalized):
δραματουργία
Headword (normalized/stripped):
δραματουργια
IDX:
24081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24082
Key:

Data

{'content': 'dramatic work, a drama'}