Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρακοντώδης
δράκος
δρακτόν
Δράκων
δράκων
δρᾶμα
δραματικός
δραματοποιέω
δραματοποιΐα
δραματοποιός
δραματουργέω
δραματούργημα
δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραμητέον
δράμις
δραμοσύνη
δρᾶνος
δράξ
δραξών
View word page
δραματουργέω
act a part

ShortDef

act a part

Debugging

Headword:
δραματουργέω
Headword (normalized):
δραματουργέω
Headword (normalized/stripped):
δραματουργεω
IDX:
24079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24080
Key:

Data

{'content': 'act a part'}