Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρακοντόφρουρος
δρακοντώδης
δράκος
δρακτόν
Δράκων
δράκων
δρᾶμα
δραματικός
δραματοποιέω
δραματοποιΐα
δραματοποιός
δραματουργέω
δραματούργημα
δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραμητέον
δράμις
δραμοσύνη
δρᾶνος
δράξ
View word page
δραματοποιός
dramatic poet
ShortDef
dramatic poet
Debugging
Headword:
δραματοποιός
Headword (normalized):
δραματοποιός
Headword (normalized/stripped):
δραματοποιος
IDX:
24078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24079
Key:
Data
{'content': 'dramatic poet'}