Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρακοντοτριχέω
δρακοντοφόνος
δρακοντοφόροι
δρακοντόφρουρος
δρακοντώδης
δράκος
δρακτόν
Δράκων
δράκων
δρᾶμα
δραματικός
δραματοποιέω
δραματοποιΐα
δραματοποιός
δραματουργέω
δραματούργημα
δραματουργία
δραματουργός
δράμημα
δραμητέον
δράμις
View word page
δραματικός
dramatic
ShortDef
dramatic
Debugging
Headword:
δραματικός
Headword (normalized):
δραματικός
Headword (normalized/stripped):
δραματικος
IDX:
24075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24076
Key:
Data
{'content': 'dramatic'}