Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρακοντόμιμος
δρακοντόμορφος
δρακοντόπους
δρακοντοτριχέω
δρακοντοφόνος
δρακοντοφόροι
δρακοντόφρουρος
δρακοντώδης
δράκος
δρακτόν
Δράκων
δράκων
δρᾶμα
δραματικός
δραματοποιέω
δραματοποιΐα
δραματοποιός
δραματουργέω
δραματούργημα
δραματουργία
δραματουργός
View word page
Δράκων
Draco
ShortDef
Draco
dragon, serpent
Debugging
Headword:
Δράκων
Headword (normalized):
δράκων
Headword (normalized/stripped):
δρακων
IDX:
24072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24073
Key:
Data
{'content': 'Draco'}