Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρακοντοβότος
δρακοντογενής
δρακοντοέθειρα
δρακοντοειδής
δρακοντοκέφαλος
δρακοντοκτονία
δρακοντολέτης
δρακοντόμαλλος
δρακοντόμιμος
δρακοντόμορφος
δρακοντόπους
δρακοντοτριχέω
δρακοντοφόνος
δρακοντοφόροι
δρακοντόφρουρος
δρακοντώδης
δράκος
δρακτόν
Δράκων
δράκων
δρᾶμα
View word page
δρακοντόπους
snake-footed, with serpents for feet
ShortDef
snake-footed, with serpents for feet
Debugging
Headword:
δρακοντόπους
Headword (normalized):
δρακοντόπους
Headword (normalized/stripped):
δρακοντοπους
IDX:
24064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24065
Key:
Data
{'content': 'snake-footed, with serpents for feet'}