Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρακονθόμιλος
δρακόντειος
δρακοντίας
δρακοντίασις
Δρακοντίδης
δρακόντιον
δρακοντίς
δρακοντίτης
δρακοντοβόλος
δρακοντοβότος
δρακοντογενής
δρακοντοέθειρα
δρακοντοειδής
δρακοντοκέφαλος
δρακοντοκτονία
δρακοντολέτης
δρακοντόμαλλος
δρακοντόμιμος
δρακοντόμορφος
δρακοντόπους
δρακοντοτριχέω
View word page
δρακοντογενής
dragon-gendered

ShortDef

dragon-gendered

Debugging

Headword:
δρακοντογενής
Headword (normalized):
δρακοντογενής
Headword (normalized/stripped):
δρακοντογενης
IDX:
24055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24056
Key:

Data

{'content': 'dragon-gendered'}