Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δράγμα
δραγματηγέω
δραγματηγία
δραγματηγός
δραγματηφόρος
δραγματοκλεπτέω
δραγματολόγος
δραγμεύω
δραγμή
δραγμίς
δραγμός
δραίνω
δράκαινα
Δράκανον
δράκαυλος
δρακίζω
Δρακίος
δρακιστής
δρακονθόμιλος
δρακόντειος
δρακοντίας
View word page
δραγμός
a grasping
ShortDef
a grasping
Debugging
Headword:
δραγμός
Headword (normalized):
δραγμός
Headword (normalized/stripped):
δραγμος
IDX:
24037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24038
Key:
Data
{'content': 'a grasping'}