Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δραγατεύω
δράγδην
δράγλη
δράγμα
δραγματηγέω
δραγματηγία
δραγματηγός
δραγματηφόρος
δραγματοκλεπτέω
δραγματολόγος
δραγμεύω
δραγμή
δραγμίς
δραγμός
δραίνω
δράκαινα
Δράκανον
δράκαυλος
δρακίζω
Δρακίος
δρακιστής
View word page
δραγμεύω
to collect the grain into sheaves

ShortDef

to collect the grain into sheaves

Debugging

Headword:
δραγμεύω
Headword (normalized):
δραγμεύω
Headword (normalized/stripped):
δραγμευω
IDX:
24034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24035
Key:

Data

{'content': 'to collect the grain into sheaves'}