Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοχμόομαι
δοχμός
δοχός
δράβη
δραγατεύω
δράγδην
δράγλη
δράγμα
δραγματηγέω
δραγματηγία
δραγματηγός
δραγματηφόρος
δραγματοκλεπτέω
δραγματολόγος
δραγμεύω
δραγμή
δραγμίς
δραγμός
δραίνω
δράκαινα
Δράκανον
View word page
δραγματηγός
labourer who conveys sheaves

ShortDef

labourer who conveys sheaves

Debugging

Headword:
δραγματηγός
Headword (normalized):
δραγματηγός
Headword (normalized/stripped):
δραγματηγος
IDX:
24030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24031
Key:

Data

{'content': 'labourer who conveys sheaves'}