Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοχμιάζω
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δοχός
δράβη
δραγατεύω
δράγδην
δράγλη
δράγμα
δραγματηγέω
δραγματηγία
δραγματηγός
δραγματηφόρος
δραγματοκλεπτέω
δραγματολόγος
δραγμεύω
δραγμή
δραγμίς
δραγμός
View word page
δράγμα
as much as one can grasp, a handful, truss

ShortDef

as much as one can grasp, a handful, truss

Debugging

Headword:
δράγμα
Headword (normalized):
δράγμα
Headword (normalized/stripped):
δραγμα
IDX:
24027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24028
Key:

Data

{'content': 'as much as one can grasp, a handful, truss'}