Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δοχικός
δοχμή
δοχμιάζω
δόχμιος
δοχμόλοφος
δοχμόομαι
δοχμός
δοχός
δράβη
δραγατεύω
δράγδην
δράγλη
δράγμα
δραγματηγέω
δραγματηγία
δραγματηγός
δραγματηφόρος
δραγματοκλεπτέω
δραγματολόγος
δραγμεύω
δραγμή
View word page
δράγδην
in the grasp, with the hand
ShortDef
in the grasp, with the hand
Debugging
Headword:
δράγδην
Headword (normalized):
δράγδην
Headword (normalized/stripped):
δραγδην
IDX:
24025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24026
Key:
Data
{'content': 'in the grasp, with the hand'}